1 δαιδαλόω
δαιδαλόω, = δαιδάλλω, ξένον ὕμνων πτυχαῖς Pind. Ol. 1, 105; νεοσσοὺς πεληϊάδεσσι Opp. C. 1, 361.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δαιδαλόω